λεοπάρδαλη

λεοπάρδαλη
léopard

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • λεοπάρδαλη — Κοινή ονομασία του θηλαστικού Panthera pardus, της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Στη νεότερη συστηματική ταξινόμηση ο όρος πάνθηρας δηλώνει γένος διαφόρων ειδών αιλουροειδών, τα οποία παλαιότερα περιλαμβάνονταν στο γένος …   Dictionary of Greek

  • λεοπάρδαλη — η σαρκοβόρο θηλαστικό ζώο που ανήκει στα αιλουροειδή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεόπαρδος — ο (AM λεόπαρδος) η λεοπάρδαλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέων + πάρδος είναι εμφανής η επίδραση του λατ. leopardus (pardus «αρσενικός πάνθηρας»), αφού η συνήθης μορφή με την οποία εμφανίζεται ο τ. λέων ως α συνθετικό είναι λεοντο και όχι λεο , ο δε τ. πάρδος …   Dictionary of Greek

  • παρδάλειος — ον, και παρδαλαῑος, α, ον, και ιων. τ. παρδάλεος, ον, ΜΑ [πάρδαλις] 1. αυτός που μοιάζει με λεοπάρδαλη, κυρίως ως προς το στικτό δέρμα 2. αυτός που προέρχεται από λεοπάρδαλη («παρδάλειον στέαρ») 3. δόλιος και κακός …   Dictionary of Greek

  • γκεπάρ — και κεπάρ, το ο γατόπαρδος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. guepard, κατ απόδοση τού ιταλ. gatto pardo < gatto «γάτα» + pardo «λεοπάρδαλη»] …   Dictionary of Greek

  • γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις …   Dictionary of Greek

  • λεοντόπαρδος — λεοντόπαρδος, ὁ (Μ) η λεοπάρδαλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + πάρδος «λεοπάρδαλις». Βλ. και λεόπαρδος] …   Dictionary of Greek

  • πάνθηρας — Βλ. λ. λεοπάρδαλη. * * * ο / πάνθηρ, ος, ΝΑ είδος σαρκοφάγων θηλαστικών με χρώμα καστανοκίτρινο και με μαύρες κηλίδες σε κύκλους ποικίλου μεγέθους, το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στο γένος Panthera τής… …   Dictionary of Greek

  • παρδαλήφορος — ον, Α (για το δέρμα τής λεοπάρδαλης) αυτό το οποίο φέρει η λεοπάρδαλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + φόρος (< φέρω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • παρδαλώδης — ες, Α [πάρδαλις] όμοιος με λεοπάρδαλη …   Dictionary of Greek

  • παρδιαίος — α, ον, Α [πάρδος] στικτός, που μοιάζει με λεοπάρδαλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”